πέρατα

πέρατα
πέρας
end
neut nom/voc/acc pl
πέρατος
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περατά — περατά̱ , περατής wanderer masc nom/voc/acc dual περατής wanderer masc voc sg περατής wanderer masc nom sg (epic) περᾱτά , περατός navigable neut nom/voc/acc pl περᾱτά̱ , περατός navigable fem nom/voc/acc dual περᾱτά̱ , περατός navigable fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περάτας — περάτᾱς , πέρατος fem acc pl περάτᾱς , πέρατος fem gen sg (doric aeolic) περάτᾱς , περάτη farthest quarter fem acc pl περάτᾱς , περάτη farthest quarter fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περάται — περάτᾱͅ , πέρατος fem dat sg (doric aeolic) περάτᾱͅ , περάτη farthest quarter fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέραθ' — πέρατα , πέρας end neut nom/voc/acc pl πέρατι , πέρας end neut dat sg πέρατε , πέρας end neut nom/voc/acc dual πέρατα , πέρατος neut nom/voc/acc pl πέρατε , πέρατος masc voc sg πέραται , πέρατος fem nom/voc pl πέραται , περάτη farthest quarter… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρατ' — πέρατα , πέρας end neut nom/voc/acc pl πέρατι , πέρας end neut dat sg πέρατε , πέρας end neut nom/voc/acc dual πέρατα , πέρατος neut nom/voc/acc pl πέρατε , πέρατος masc voc sg πέραται , πέρατος fem nom/voc pl πέραται , περάτη farthest quarter… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВЕЛИКАЯ СУББОТА — [Церковнослав. ; греч. Τὸ ̀λδβλθυοτεΑγιον καὶ Μέγα Σάββατον; лат. Sabbatum Sanctum], суббота накануне Пасхи, когда Церковь вспоминает телесное погребение и сошествие Христа во ад, начиная праздновать Его тридневное Воскресение. События В. с. Вера …   Православная энциклопедия

  • τετραπέρατος — η, ο / τετραπέρατος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. ευφυέστατος, πανέξυπνος μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετραπέρατα τα τέσσερα πέρατα τού κόσμου μσν. αρχ. αυτός που έχει τέσσερα πέρατα («προνοητοῡ πάσης τῆς τετραπεράτου... κτίσεως», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… …   Dictionary of Greek

  • πολυπείρων — ον, Α 1. αυτός που έχει έλθει από τα πέρατα, που έχει συγκεντρωθεί από διάφορα σημεία («εἰς ἀγορὰν καλέσας πολυπείρονα λαόν», Υμν. Δήμ.) 2. αυτός που έχει απλωμένα, ανοιχτά πέρατα, ανοιχτά σύνορα («πολυπείρονας ὅρμους», Ορφ. Αργ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”